- οπωροπωλείο(ν)
- το фруктовый магазин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης οπωρών, μανάβικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπωροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης φρούτων, αλλ. φρουτάδικο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο … Dictionary of Greek
μανάβικο — το το μαγαζί όπου πουλιούνται φρούτα και λαχανικά, το οπωροπωλείο: Το μανάβικο κοντά στην πλατεία έχει πάντα φρέσκα προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)